-
1 ἐρύκω
ἐρύκω [pron. full] [ῡ], Il.24.658, Hdt.4.125, S.Tr. 121 (lyr.), etc., rare in Prose, X.An.3.1.25, Plb.Fr.45; [dialect] Ep.inf.Aἐρῡκέμεν Il.11.48
: [tense] fut.ἐρύξω Od.7.315
, al. (not later): [tense] aor. 1 (anap.), ([etym.] ἀπ-) X.An.5.8.25 ; [dialect] Ep.ἔρυξα Il.3.113
, Od.17.515, etc.: [dialect] Ep. [tense] aor. 2ἠρύκᾰκον Il.5.321
, 20.458,ἐρύκᾰκον 11.352
, etc., inf.ἐρῡκᾰκέειν 5.262
, Od.11.105:—[voice] Med., Il.12.285:—[voice] Pass., v. infr. 11: cf. ἐρυκάνω, -ανάω : (perh. akin to ἐρύω b):—keep in, curb, restrain,ἵππους Il.11.48
, etc.; λαὸν ἐρυκάκετε keep them back (from flight or fighting), 6.80, cf. 24.658 ; but λαὸν ἔρυκε kept them in their place, 23.258 ; αἰθὴρ ὄμβρον ἐρύκει forces it back, Emp. 100.18 ; θυμὸν ἐρυκακέειν to curb desire, Od.11.105 ; πολύστονον ἐρύκεν (inf.)ὕβρτν B.16.41
; ἕτερος δέ με θυμὸς ἔρυκεν another mind checked me (opp. ἀνῆκεν), Od.9.302 ; ἐρυκέμεν εὐρύοπαΖῆν to restrain him, Il.8.206 ; γυίων πίστιν ἐ., i.e. to mistrust, Emp.4.13 ;ἔρυκέ μιν ἔνδοθεν αἰδώς A.R.3.652
: c.gen., μηδέ μ' ἔρυκε μάχης keep me not from fight, Il.18.126 ;ἀλλά τις θεῶν.. Ἅιδα σφε δόμων ἐρύκει S.Tr. 121
;μηδέ σ' Ἔρις ἀπ' ἔργου θυμὸν ἐρύκοι Hes.Op.28
: c. inf. praes., hinder from doing, Pi.N. 4.33 ; [tense] aor., E.HF 317 ; [tense] fut.,ἄλλον ἀναστήσεσθαι ἐρύξω A.R.1.346
: c.acc. et inf., ;ἐ. τἆλλα ἰχθύδια μὴ διαρπάσωσι.. Arist.HA 621a24
.2 abs., hinder,ἐρύκακε γὰρ τρυφάλεια Il.11.352
; ἐρυκέμεν to stay [their flight], 21.7.3 hold in check, keep off the enemy,εἴ κεν ἐρύξομεν ἀντιάσαντες Il.15.297
, cf. Od.22.138 ; soτὰ δ' οὐ μένος ἁμὸν ἐρύξει Il.8.178
;ἐ. τοὺς ἐπιόντας Hdt.4.125
, cf. 5.15, etc.4 detain a guest, , cf. Od.17.408, al.; also, detain by force, confine,[πόντος] πολέας ἀέκοντας ἐρύκει Il.21.59
, cf. Od.1.14, 7.315, etc.; ἔρυξον ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκας keep them close, 19.16 ; of the dead,ἦ μιν ἐρύξει γῆ φυσίζοος ἥ τε κατὰ κρατερόν περ ἐρύκει Il.21.62
;σφωε δόλος καὶ δεσμὸς ἐρύξει Od.8.317
;ὅσσ' ἔτι Νεῖκος ἔρυκε Emp.35.9
:— [voice] Med., κῦμα δέ μιν (sc. χιόνα)..ἐρύκεται Il.12.285
.5 ward off, θεοῦ δ' ἠρύκακε δῶρα (sc. ἄκοντα) 21.594 ;ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι Od.5.166
;κακόν, τό οἱ οὔ τις ἐρύκακεν Il.15.450
;ἐ. ψευδέων ἐνιπάν Pi.O. 10(11).5
;τὰ μὴ καλὰ νόσφιν ἐ. Theoc.7.127
;ἀπ' ἐμαυτοῦ τὰ κακά X. An.3.1.25
;τὸν πόλεμον ἀπὸ τῆς Μακεδονίας Plb.Fr.45
.II [voice] Pass., to be held back, detained,δήθ' ἐνὶ νήσῳ ἐρύκεαι Od.4.373
, cf. 17.17.2 abs., hold back, keep back, μή μοι ἐρύκεσθον, says the driver to his horses, Il. 23.443.4 ἀνέδην ὅδε χῶρος ἐρύκεται this place is remissly guarded, i.e. is free or open to all, S.Ph. 1153 (lyr., dub.l.). -
2 μενοεικής
A suited to the desires, satisfying, agreeable, to one's taste, mostly of meat and drink, δαίς, δεῖπνον, Il.9.90, Od.20.391;ἐδωδή 6.76
;σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον.. ἐνθήσω μενοεικἔ, ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι 5.166
;πάρα γὰρ μενοεικέα πολλὰ δαίνυσθαι Il.9.227
, cf. Od.16.429;τῶν ἐξαιρεύμην μενοεικέα 14.232
; τάφος μ. a plentiful funeral feast, Il.23.29; μενοεικέα ὕλην great store of wood, ib. 139; [δῶρα,] χάρις, 19.144, 23.650;καί σφιν μενοεικέα ληΐδα δῶκα Od.13.273
, cf. Plu.Phoc.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μενοεικής
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский